Δευτέρα 12 Απριλίου 2021

 Ο ΨΕΥΤΗΣ ΒΟΣΚΟΣ 


Ο ψεύτης βοσκός

 


Ήταν μια φορά ένα αγόρι που το έλεγαν Πέτρο, και ζούσε με τους γονείς του στην πλαγιά ενός λόφου. Οι γονείς του όπως και οι περισσότεροι κάτοικοι στο χωριό, ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι. Όλοι φρόντιζαν τα πρόβατα τους , και όταν ο Πέτρος έγινε δέκα χρόνων, θεωρήθηκε αρκετά μεγάλος, ώστε να πηγαίνει τα πρόβατα για βοσκή. Ο Πέτρος βαριόταν εύκολα, και το έβρισκε αυτό πολύ κουραστικό. Έτσι έκανε διάφορα για να διώξει την βαρεμάρα του, και να διασκεδάζει. Ανέβαινε στα δέντρα, κυνηγούσε τα πρόβατα, πετούσε πέτρες, όμως τίποτα από όλα αυτά δεν τον διασκέδαζε για πολλές μέρες. Έτσι μια μέρα  που σκεφτόταν τι να βρει για να διασκεδάσει, του ήρθε μια ιδέα! Ανέβηκε στο ψηλότερο δέντρο, και άρχισε να φωνάζει προς το χωριό.β
- Λύκος, λύκος, βοηθειααα!
Ένας χωρικός άκουσε, και ειδοποίησε τους άλλους χωρικούς, και αφού πήραν αξίνες, τσάπες, τσουγκράνες, έτρεξαν προς το λιβάδι που ήταν ο Πέτρος. Πήγαν για να κυνηγήσουν τον λύκο, και να σώσουν το κοπάδι. Όταν έφτασαν εκεί βρήκαν τον Πέτρο ψηλά στο δέντρο, να γελάει και τα πρόβατα να βόσκουν ήσυχα ήσυχα. Ήταν πολύ ενοχλημένοι μαζί του. Το βράδυ εκείνο η μάνα του τον μάλωσε, και τον έστειλε νηστικό για ύπνο. Για λίγο καιρό, η ζωή κυλούσε κανονικά στο χωριό, και οι άνθρωποι ξέχασαν το συμβάν. Ο Πέτρος είχε το μυαλό του στα πρόβατα, ώσπου μια μέρα γύρισε στα παλιά. Πήρε ένα ξύλο, άρχισε να το χτυπάει δυνατά και να φωνάζει!
- Λύκος, λύκος, βοήθειαααα!


Ένας χωρικός άκουσε πάλι τον Πέτρο, ειδοποίησε και τους άλλους, πήραν τσάπες, αξίνες, φτυάρια, και έτρεξαν να σώσουν τα πρόβατα και το αγόρι. Φανταστείτε την έκπληξη τους όταν πήγαν και είδαν τα πρόβατα να βοσκούν ήσυχα ήσυχα, και τον Πέτρο να κάθεται σε ένα βράχο, και να γελάει ασταμάτητα. Το βράδυ εκείνο, η μάνα του τον μάλωσε και τον έστειλε να κοιμηθεί νηστικό. Για λίγες μέρες οι άνθρωποι στο χωριό, συζητούσαν για την συμπεριφορά του Πέτρου, αλλά σιγά σιγά το ξέχασαν και όλα πήραν την φυσιολογική τους πορεία. Ο Πέτρος αποφάσισε να συμπεριφέρεται,καλά, και να μην αναστατώνει τους ανθρώπους. Ένα απόγευμα ο Πέτρος που βρισκόταν στο λιβάδι με τα πρόβατα, πρόσεξε πως μερικά ήταν νευρικά, και έτρεχαν από εδώ και από εκεί. Ο Πέτρος δεν ήξερε την αιτία της παράξενης συμπεριφοράς τους. Ανησύχησε και αποφάσισε να ανεβεί στο δέντρο, και να κοιτάξει γύρω. Αυτό που είδε τον έκανε σχεδόν να πέσει από το δέντρο. Υπήρχε ένας μεγάλος λύκος, που κυνηγούσε τα πρόβατα. Ο Πέτρος δεν μπορούσε να βγάλει φωνή, τότε άρχισε να φωνάζει.
- Λύκος λύκος λύκοοοος!
Στο χωριό ένας γέρος άκουσε τον Πέτρο.
- Αχ! Πάλι ο Πέτρος, είπε κουνώντας το κεφάλι του.
- Τι συμβαίνει; ρώτησε ένας άλλος χωρικός. 
- Είναι πάλι ο Πέτρος!
-Αυτό το αγόρι, πρέπει να είναι το κέντρο της προσοχής! Πρόσθεσε ακόμα ένας.
Κανένας δεν πίστεψε αυτή τη φορά πως υπάρχει πραγματικά λύκος, και κανένας δεν πήρε φτυάρι, τσάπα, αξίνα, και να τρέξει κοντά στον Πέτρο. Αργότερα όταν κάποιος άλλος πήγε να αναλάβει την βοσκή, βρήκε νεκρά τα πρόβατα, και τον Πέτρο ακόμα πάνω στο δέντρο, να φωνάζει ότι τώρα ήταν πραγματικός λύκος. Ο Πέτρος έμαθε το μάθημα του «πως αν λέμε πάντα ψέματα, οι άνθρωποι θα σταματήσουν να μας πιστεύουν και στην συνέχεια όταν λέμε την αλήθεια, και πραγματικά χρειάζεται να μας πιστέψουν δεν θα το κάνουν»



Αισώπου μύθος

Διασκευή: Καρακιτσιου Μ.
Ευχάριστου με που μας διαβασατε




 



Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2021

 Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΓΡΙΑ
Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Η ΓΡΙΑ

Μια φορά ένας λύκος πεινασμένος, τριγύριζε μέσα στο δάσος ελπίζοντας να βρει κάτι να χορτάσει την πείνα του. Ήταν όμως άτυχος, δεν βρήκε τίποτα, κανένα ζωάκι μικρότερο ή, μεγαλύτερο. Είχε αρχίσει να ξημερώνει, και απογοητευμένος πήρε το δρόμο για τη φωλιά του. Μα να σου, ένας παχουλός λαγός πετάχτηκε μπροστά του, μόλις όμως είδε τον λύκο έγινε καπνός, τρύπωσε στη φωλιά του ο λαγός και δεν ξαναβγήκε όλη μέρα. 

Σε λίγο ο λύκος πέρασε έξω από ένα μαντρί με πρόβατα, σκέφτηκε πως θα ήταν τυχερός αν έπιανε κανένα παχουλό αρνάκι. Όμως η κακή του τύχη δεν τον άφηνε, τα σκυλιά τον μυρίστηκαν και τον κυνήγησαν.
Ξημέρωσε για καλά, όταν έφτασε έξω από ένα σπιτάκι στην άκρη του δάσους. Άκουσε ένα παιδί να κλαίει, και την γιαγιά του να του λέει.
-Αν δεν σταματήσεις να κλαις, θα σε δώσω να σε φάει ο λύκος.
Μόλις το άκουσε αυτό ο λύκος, σταμάτησε και περίμενε να άνοιξη η πόρτα του σπιτιού, και η γιαγιά να του δώσει το μικρό παιδάκι να το φάει. Όλη την ώρα ο φτωχός λύκος, ξεροκατάπινε περιμένοντας να ανοίξει η πόρτα, μα η πόρτα δεν άνοιγε. Κουράστηκε να περιμένει όρθιος, και ξάπλωσε ανάμεσα σε κάτι θάμνους με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα. Περίμενε και περίμενε η πόρτα όμως δεν άνοιγε, και το σκοτάδι άρχισε να πέφτει.Τέλος νύχτωσε για καλά όταν άκουσε την γιαγιά να λέει με γλυκιά φωνή.
- Κοιμήσου, και μη φοβάσαι μωράκι μου, αν έρθει ο λύκος θα τον σκοτώσω!
Νηστικός, και απελπισμένος ο λύκος σηκώθηκε και έφυγε μουρμουρίζοντας.
- Α! εκεί μέσα σε αυτό το σπίτι, αλλά λένε και αλλά κάνουν!



Διασκευή: Καρακιτσιου Μαρία
Και από Pinterest 

Ευχαριστούμε που μας διαβασατε!





Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2020

Ο ΑΓΡΟΤΗΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΓΙΟΙ

Μια φορά σε ένα χωριό, ήταν ένας αγρότης ηλικιωμένος, που είχε τρεις γιούς. Μεγαλώνοντας τα παιδιά του, άρχισαν να έχουν γκρίνιες, και τσακωμούς μεταξύ τους. Μάρτυρας καθημερινά στους τσακωμούς τους ήταν ο πατέρας τους, που φοβόταν πως μετά τον θάνατο του, έτσι πως συμπεριφέρονταν θα γίνονταν στο τέλος εχθροί. Σκέφτηκε λοιπόν πως θα του δώσει ένα μάθημα καλό. Κάλεσε τους γιούς του, και τους ζήτησε να φέρουν από ένα δεμάτι, από λεπτές βέργες ο καθένας.

Όταν έφεραν τα δεμάτια, τα έδεσε σε ένα, το έδωσε στον πρώτο γιο, και του είπε.
-Δοκίμασε να το σπάσεις εάν μπορείς! Αυτός είπε.
-Ω! Πατέρα είναι τόσο απλό! Θα το σπάσω σε ένα λεπτό. Ο πατέρας τους χαμογέλασε, και ο πρώτος γιος έβαλε όλη του την δύναμη για να σπάσει το δεμάτι του, αλλά δεν τα κατάφερε, και καθώς κουράστηκε το έδωσε στον πατέρα του. Τώρα ο αγρότης το έδωσε στον δεύτερο γιο, και είπε.
-Γιέ μου μπορείς να το σπάσεις το δεμάτι αυτό;
-Α! Πατέρα είναι πολύ εύκολο για μένα, σε ένα λεπτό θα το σπάσω. Ο πατέρας χαμογέλασε καθώς ο γιος προσπαθούσε, με όλη του την δύναμη να σπάσει το δεμάτι, αλλά και αυτός δεν τα κατάφερε, και το έδωσε στον πατέρα του. Τώρα ήρθε η σειρά του τρίτου γιου, και είπε.
-Τα αδέρφια σου δεν τα κατάφεραν, εσύ τι λές;
-Πατέρα είναι τόσο προφανές ότι δεν μπορούσαν, είναι τόσο αδύναμοι! Εγώ είμαι τόσο δυνατός, και μπορώ να το σπάσω σε ένα δευτερόλεπτο. Ο αγρότης ξανά χαμογέλασε καθώς έβλεπε τον τρίτο γιό, να προσπαθεί να σπάσει το δεμάτι. Ο τρίτος γιος έβαλε όλη τούτην δύναμη, και καθώς δεν κατάφερε τίποτα, έδωσε το δεμάτι στον πατέρα του. Αυτήν την φορά ο πατέρας έλυσε το δεμάτι, και έδωσε από μια βέργα στο καθένα γιό.
-Προσπαθήσατε να σπάσετε το δεμάτι ο καθένας σας, αλλά δεν τα καταφέρατε. Τώρα δοκιμάστε να σπάσετε τις βέργες, είπε ο πατέρας. Και οι τρεις με την πρώτη, έσπασαν τις βέργες, και κατάλαβαν πως κάτι σημαντικό ήθελε να τους δώσει να καταλάβουν ο πατέρας τους, που θα τους βοηθούσε στην υπόλοιπη ζωή τους,
-Είδατε! Τους είπε ο πατέρας. Όταν είστε μαζί αγαπημένοι, κανείς δεν μπορεί να σας βλάψει. Όμως είναι εύκολο για τον καθένα μόνο του, καποιος να σας κάνει πολύ κακό...


Αισωπου μυθος.
Διασκευή:Καρακιτσιου Μαρία 
ΦΩΤΟ: Pinterest 


 
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε

Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα τόπο μακρινό, ζούσε ένας αγγειοπλάστης πολύ φτωχός. Αυτός είχε ένα γαϊδουράκι, και λόγω της φτώχειας, δεν είχε αρκετή τροφή, για να το ταΐζει. Έτσι το γαϊδουράκι ήταν πολύ αδύνατο, και μονίμως πεινασμένο, και το λίγο σανό που του έδινε, δεν χόρταινε την πείνα του.
Ένα βράδυ περιπλανήθηκε για να βρει κάτι να φάει, να χορτάσει. Έτσι έφτασε σε ένα χωράφι και έφαγε τα στάχυα, και αυτό συνεχίστηκε για μερικά βράδια. Ένα βράδυ καθώς έβοσκε, τα φρέσκα στάχυα, να σου και εμφανίζεται μια αλεπού.
-Ειναι νόστιμο αυτό που τρως; Ρώτησε η αλεπού.
-Είναι κάτι παραπάνω από αυτό που μου δίνει το αφεντικό μου. Δεν παραπονιέμαι λοιπόν, γεμίζω το στομάχι μου, είπε το γαϊδουράκι.
-Θέλεις να φας μερικά νόστιμα αγγούρια; 
-Ναι το λατρεύω τα τρυφερά, δροσερά αγγούρια, είπε το γαϊδουράκι.
-Εντάξει, ακολούθησε με φίλε μου. 
Η αλεπού ξεκίνησε, και ακολουθούσε το γαϊδουράκι. Έφτασαν σε ένα κοντινό χωράφι, που ήταν γεμάτο αγγούρια. Άρχισαν να τρώνε με όρεξη ώσπου χόρτασαν και οι δυό. Ο γάιδαρος και η αλεπού συναντιόντουσαν κάθε βράδυ, και πήγαιναν στο χωράφι με τα αγγούρια. Ένα βράδυ μετά από ένα πλούσιο δείπνο, λέει το γαϊδουράκι.
-Απόψε έχει τόσο ωραίο φεγγάρι! Λάμπει στον ουρανό, και νοιώθω πως θέλω να τραγουδήσω.
-Όχι, όχι,φίλε μου δεν πρέπει να τραγουδήσεις, είπε η αλεπού. Όμως ο γαϊδαράκος, αγνόησε την σοφή συμβουλή της αλεπούς, και άρχισε να τραγουδάει. Από τις φωνές, του γαϊδαράκου ξύπνησε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού, και βγήκε από το σπιτι, να βρει το γαϊδουράκι.
Η πονηρή, μα και σοφή αλεπού, που ήξερε τι θα συμβεί, πήδηξε πάνω από τον φράχτη, και κρύφτηκε. Το γαϊδουράκι όμως που δεν την άκουσε, συνέχισε να τραγουδάει. Ο αγρότης πλησίασε με ένα ξύλο, και έδωσε μερικές ξυλιές στον γαϊδαράκο. 
Εκείνος έφυγε τρέχοντας φοβισμένος, και η αλεπού που βγήκε από την κρυψώνα της, του λέει.
-Φίλε μου, εγω σε προειδοποίησα, αλλά εσυ δεν με άκουσες....

Αισώπου μυθοι
Διασκευή:
Μ.Καρακιτσιου
Φωτο: από YouTube 
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε 

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο κλέφτης και ο πετεινός

Μια φορά ήταν ένας κλέφτης, που είχε βάλει στο μάτι ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, απομακρυσμένο από όλα τα αλλά. Αυτός γνώριζε πως ο ιδιοκτήτης, ήταν πολύ καλός νοικοκύρης, και έτσι λογάριαζε πως θα βρει εκεί πολλά πράγματα για να κλέψει. Κάθε βράδυ περνούσε από έξω, αλλά το σκυλί του ιδιοκτήτη γάβγιζε δυνατά, και ο πετεινός από το κοτέτσι φώναζε «κικιρίκου»!
Έτσι ο κλέφτης φοβόταν, και δεν τολμούσε να μπει στο σπίτι, επειδή ο σκύλος θα το δάγκανε, και από την φασαρία, θα τον έπιαναν οι άνθρωποι. Ο κλέφτης έλειψε ένα διάστημα, από εκείνο το χωριό, επειδή είχε πάει σε αλλά χωριά, και έκλεβε. Όταν γύρισε θυμήθηκε το σπιτι του νοικοκύρη, και αποφάσισε να πάει κάποιο βράδυ, και να δοκιμάσει μήπως μπορέσει  να μπει μέσα. Έτσι περίμενε να πάει μεσάνυχτα και ξεκίνησε. Όταν έφτασε έξω από το σπιτι, κανένα σκυλί δεν τον γάβγισε όπως παλιά, και έτσι πήρε θάρρος και μπήκε στην αυλή. Το σκυλί έλειπε.
-Να μια καλή ευκαιρία μουρμούρισε. Έτσι έσπασε την πόρτα σιγά σιγά, και μπήκε μέσα. Όλα τα δωμάτια ήταν άδεια, και δεν είχε τίποτα για να κλέψει, επειδή ο νοικοκύρης το είχε αδειάσει, και είχε φύγει πριν λίγες μέρες. Ξεκίνησε να φύγει απογοητευμένος, όταν άκουσε ένα δυνατό « κικιρίκουυυ»
Ήταν ο πετεινός που ο νοικοκύρης το είχε ξεχάσει, να τον πάρει στο καινούργιο σπίτι. Βγήκε στην αυλή, και άρχισε να ψάχνει τον πετεινό. Ο κλέφτης μπήκε στο κοτέτσι, άρπαξε τον πετεινό, και ετοιμάστηκε να τον σφάξει.
-Λυπήσου με και μην με σκοτώνεις! παρακάλεσε ο πετεινός. Οι άνθρωποι με χρειάζονται, επειδή τους ξυπνάω για να πάνε στις δουλειές τους.
-Τους ξυπνάς λοιπόν, και έτσι με εμποδίζεις να τους κλέψω, είπε ο κλέφτης. Έτσι τον καημένο τον πετεινό τον έσφαξε, επειδή ήταν χρήσιμος για του τίμιους ανθρώπους, και έβλαπτε τους κλέφτες!
Διασκευή:Μ.Καρακιτσιου
Φωτο: από google 

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020


Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ

Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, έπεσε μεγάλη πείνα στο δάσος. Όλα τα άγρια ζώα, λύκοι, αρκούδες, αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτα για να φάνε. Ένας πεινασμένος και αδυνατισμένος λύκος, έψαχνε όλη μέρα, για να βρει έστω και ένα ποντικάκι, για να ξεγελάσει την πείνα του. Έτσι αποφάσισε, να βγει από το δάσος, στο λιβάδι, μπας και βρει κατι για να φάει. Είδε ένα σπίτι από μακριά, και τράβηξε προς τα εκεί. Ένας σκύλος ήταν εκεί κοντά και έτρεχε, πέρα δώθε.
- γεια σου, ξάδερφε....είπε ο λύκος στον σκύλο.
- γειά και σε σένα....απάντησε ο σκύλος.
-γιατί τρέχεις ποτέ εδώ και εκεί;....ρώτησε ο σκύλος.
-κάνω βόλτες μετά το φαγητό, για να χωνέψω....απάντησε ο σκύλος. Ο καημένος ο λύκος, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, από αυτά που άκουγε.
-τρως ξάδερφε πολύ ε;...είπε.
-και βέβαια, τρώω όσο θέλω, φυλάω το σπίτι και το αφεντικό, με ταϊζει πολύ καλά....απάντησε ο σκύλος. Του λύκου τα σάλια άρχισαν να τρέχουν, και να ξερογλύφεται.
- και τι τρως; είπε ο λύκος.
-Α! τρώω ότι επιθυμώ, κρέας, κόκκαλα, ότι φαΐ περισέυει.
- και κάθε πότε τρως;
-τρώω, τρεις φορές την ημέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
-περισέυει, ξάδερφε και για εμένα, λίγο φαγητό;
-και βέβαια, έχει, το αφεντικό θα έχει δυο φύλακες, θα χαρεί, και θα σε ταΐζει, θα τρως όσο θες με την ψυχή σου του είπε ο σκύλος.
-όμως, να σε ρωτήσω κάτι ξάδερφε, τι είναι αυτό που έχεις στο λαιμό σου;...ρώτησε ο λύκος.
- είναι ένα λουρί.
-και γιατί το φοράς;
- να, μου το βάζει το αφεντικό μου, και από εκεί με δένει, με αλυσίδα.
-αλυσίδα; τι αλυσίδα! ρώτησε ο λύκος.
- πολλές φορές, είμαι δεμένος,  με μια αλυσίδα....του είπε ο σκύλος.
- α! αυτό δεν μου αρέσει ξάδερφε, καλύτερα να είμαι νηστικός, ελεύθερος στο δάσος, παρά χορτάτος, και δεμένος. Φεύγω πάω στο δάσος, δεν μπορώ την σκλαβιά.

 Αίσωπος μύθος

Μ.Κ

Κυριακή 26 Ιουλίου 2020

Ο ΤΡΑΓΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΕΠΟΥ 

Μια φορά κι έναν καιρό, μια αλεπού τριγύριζε νύχτα σε όλο το χωριό, αναζητώντας τροφή σε κανένα κοτέτσι. Όμως μέσα στο στο σκοτάδι της νύχτας, έπεσε σε ένα πηγάδι αφύλακτο. Μέχρι να ξημερώσει φώναζε, και έκλαιγε, για αυτό που την βρήκε. Το πρωί ένας τράγος, έψαχνε να βρει νερό για να πιεί, και ήρθε στο πηγάδι. Καθώς έσκυψε για να πιεί νερό, το είδε βαθύ και είπε.
-πολύ βαθύ το βλέπω, πως θα τα καταφέρω να πιω νεράκι δροσερό; 
Η πονηρή αλεπού τον άκουσε, και συνέλαβε μια ιδέα!
- φίλε τράγο, το πηγάδι έχει πολύ δροσερό νεράκι, άμα θες να πιεις πηδά, και μετά θα ανέβουμε μαζί.
Ο τράγος δεν το πολυσκέφτηκε, δίνει έναν πήδο, και νά τος μέσα στο πηγάδι. Ήπιε, ήπιε νερό, το ευχαριστήθηκε, και ξεδίψασε.
- τώρα πως θα βγούμε από εδώ; ρώτησε ο τράγος.
-Α! Μην στεναχωριέσαι, θα πατήσω στην πλάτη σου, θα σκαρφαλώσω θα βγω, και αμέσως θα τραβήξω και εσένα.
Ο τράγος συμφώνησε, και έκανε όπως ακριβώς του είπε η αλεπού. Έτσι η πονηρή σκαρφάλωσε, και πήδηξε έξω από το πηγάδι.
- κυρά αλεπού, τώρα να με βοηθήσεις σειρά σου. Είπε ο τράγος από το βάθος του πηγαδιού.
- κύρ τράγε, εγώ πως να σε τραβήξω; είμαι μικροκαμωμένη, εσυ είσαι μεγαλόσωμος, και πολύ βαρύς, είπε η αλεπού. 
- περισσότερο μυαλό από τις τρίχες, που έχεις στο πηγούνι σου αν είχες, θα σκεφτόσουν πρίν κατέβεις, πως θα ανέβεις....είπε η πονηρή αλεπού γελώντας, και έφυγε αφήνοντας τον φτωχό τράγο μέσα στο πηγάδι. Έμεινε ο καημένος, ώρες πολλές στο πηγάδι έως ότου, ο τσομπάνης τον άκουσε να φωνάζει, και κατάφερε να τον βγάλει.
Αίσωπος.


Κ.Μ

Σάββατο 27 Ιουνίου 2020

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΚΑΙ Η ΣΚΙΑ ΤΟΥ

Μια φορά και ένα καιρο, σε ένα τόπο μακρινό, ένας ταξιδιώτης νοίκιασε έναν γάιδαρο, και το αφεντικό του, για να διασχίσει μια έκταση ερημική. Πρωί, πρωί ξεκίνησαν ο ταξιδιώτης πάνω στο γάιδαρο, και το αφεντικό γαϊδάρου δίπλα με τα πόδια να οδηγεί τον γάιδαρο.
Ήρθε το μεσημέρι και η ζέστη ήταν αφόρητη, έτσι έκαναν μια στάση. Ο ταξιδιώτης κατέβηκε από  τον γάιδαρο, και έκατσε να ξεκουραστεί στην σκιά του γαϊδάρου, λόγω του ότι δεν υπήρχε ούτε δεντρο, ούτε θάμνος εκεί γύρω για να υπάρχει λίγη σκιά.


-σήκω γρήγορα! φώναξε το αφεντικό του γαϊδάρου. Η θέση αυτή είναι δίκη μου.
-Μα σε πλήρωσα! Είπε ο ταξιδιώτης.
-με πλήρωσες μόνο για τον γάιδαρο, όχι για την σκιά του. Και συνέχισαν οι δυό τους να μαλώνουν. Πες ο ένας, πες ο άλλος, δεν είδαν πως ο γάιδαρος είχε φύγει, μην αντέχοντας,να τους ακούει να μαλώνουν. Έτσι έμειναν χωρίς γάιδαρο και χωρίς σκιά, για να μπορέσουν να διασχίσουν την έρημο.


Μ.Κ

Δευτέρα 1 Ιουνίου 2020

ΤΟ ΠΑΘΗΜΑ ΤΟΥ ΛΥΚΟΥ


Μια φορά κι έναν καιρό, το λιονταρι που όπως ξέρουμε είναι ο βασιλιάς των ζώων, αρρώστησε βαριά. Φοβήθηκε πως θα πεθάνει, και έδωσε διαταγή να συγκεντρωθούν όλα τα ζωα του μεγάλου δασους μπροστά του, για να του πουν τι πρέπει να κάνει για να γιατρευτεί. Όλα τα ζωα είπαν την γνώμη τους, ώσπου ήρθε η σειρά του λύκου.

-« Βασιλιά μου, είπε με σεβασμό, δεν γνωρίζω κανένα γιατρικό για την αρρώστια σου, μα και ούτε και όσα ζωα είναι συγκεντρωμένα εδώ, γνωρίζουν. Το μόνο ζώο που ξέρει από φάρμακα είναι η αλεπού! Μα αυτή σε περιφρόνησε και δεν ήρθε στο κάλεσμα σου. Άκουσα μάλιστα να λενε ότι χάρηκε για την αρρώστια σου και ότι δεν την νοιάζει κι αν πεθάνεις. 

Ο λυκος τα είπε επίτηδες αυτά τα λόγια γιατί δεν χώνευε την αλεπού, και ήταν σίγουρος ότι το λιονταρι θα την τιμωρούσε!

-« Ώστε έτσι! Φώναξε θυμωμένο το λιονταρι. Να την βρείτε αμέσως και να την φέρετε μπροστά μου. Θα της κόψω την γλώσσα! 

Ο λυκος έτριψε τα χέρια του από χαρά. Είχε έρθει η στιγμή να κάνει κακό στην αλεπού. Ένα πουλάκι όμως, πέταξε γρήγορα και βρήκε την αλεπού.

-« Αυτό και αυτό συμβαίνει! της ειπε. Ο λυκος σε συκοφάντησε και το λιονταρι θα σου κόψει την γλώσσα για να σε τιμωρήσει.

-« Σε ευχαριστώ καλό μου πουλάκι, του είπε η αλεπού. Μη φοβάσαι, θα καταφέρω να γλυτωσω.

 Μάζεψε τότε μερικά αγριόχορτα και μια και δυο τράβηξε με θάρρος για την σπηλιά του λιονταριού. Το λιονταρι, όταν την είδε άφρισε από το κακό του. 

 -« Έλα εδώ! Της φώναξε. Που ήσουν; Δεν έμαθες ότι κάλεσα όλα τα ζωα να παρουσιαστείτε μπροστά μου; 

-«Ναι βασιλιά μου, του απήντησε με θάρρος η αλεπού. Το έμαθα πως είσαι άρρωστος βαριά, γι αυτό και εγώ, πριν έρθω, πήγα και μάζεψα αυτά τα βότανα, που θα σε κάνουν καλά.

Ο θυμός του λιονταριού, έπεσε αμέσως. 

 -« Ώστε για αυτό άργησες να έρθεις; της είπε. Καλά έκανες... Θα γίνω καλά όταν πάρω αυτά τα βότανα; 

 -« Ναι βασιλιά μου. Μόνο που χρειάζεται να τα ανακατεψεις με κάτι ακόμα, για να γίνει τέλειο το φάρμακο.

 -« Με τι; Ρώτησε το λιονταρι.

 -« Να τα βρασεις μαζί με μια γλώσσα λύκου. Αυτή βέβαια εσυ ξέρεις που θα την βρεις. 

 -« και βέβαια ξέρω! φώναξε το λιονταρι. Θα κόψω την γλώσσα αυτού του λύκου!

Το είπε και το έκανε αμέσως. Έτσι η πονηρή αλεπού τιμώρησε τον λύκο για την συκοφαντία του.
  Πηγη:https://vivliothikiagiasmatos.files.wordpress.com






Κυριακή 31 Μαΐου 2020

Ο ΠΟΝΗΡΟΣ ΓΑΙΔΑΡΟΣ 


Μια φορά κι έναν καιρο ήταν ένας χωρικός, που είχε ένα μικρό αμάξι, που το έσερνε ένας γάιδαρος. Με το αμάξι αυτό κουβαλούσε, διαφορά πράγματα, από την μια πόλη στην άλλη, και κέρδιζε το ψωμί του. Ανάμεσα στις δυο πολιτείες, υπήρχε ένα ποτάμι. Μα το γεφύρι ήταν χτισμένο πολύ μακριά, και για να φτάσει στην άλλη πόλη ο χωρικός, έκανε ένα μεγάλο κύκλο με το αμάξι του. Αυτό δεν του άρεσε του γαϊδάρου, γιατί κουραζόταν να κάνει τόσο δρόμο.

«Είναι κουτό το αφεντικό μου, σκέφτηκε μια μέρα. Θα γλιτώναμε αρκετό δρόμο αν περνούσαμε μέσα από το ποτάμι».

Και επειδή ο κύριος του συνήθιζε να κοιμάται πάνω στο αμάξι, ο πονηρός γάιδαρος αποφάσισε μια μέρα να περάσει μέσα από το νερό, και όχι από το γεφύρι. Και μια και δυό, βγήκε από τον μεγάλο δρόμο και κατηγόρησε προς το ποτάμι.....
Εκείνη την ημέρα το αμάξι ήταν φορτωμένο με αλάτι. Έτσι όταν το αμάξι μπήκε στο νερό, αρκετό από το αλάτι έλιωσε, και ο γάιδαρος έμεινε ενθουσιασμένος.

« Μπράβο μου!» είπε στον εαυτό του « Αυτό θα κανω κάθε μέρα. Θα περνώ μέσα από το ποτάμι».

Το αφεντικό του, που κοιμόταν, δεν πήρε τίποτα είδηση. Την άλλη μέρα ο χωρικός φόρτωσε το αμάξι του με σφουγγάρια, και όταν ξεκίνησε από την πολιτεία.τον πήρε ο ύπνος.
 Ο πονηρός γάιδαρος αποφάσισε να περάσει πάλι από το ποτάμι.... Όμως, αυτή την φορά την έπαθε. Γιατί τα σφουγγάρια δεν έλιωσαν, όπως το αλάτι. Έγινε το αντίθετο. Ρούφηξαν πολύ νερό και... το φορτίο έγινε τόσο βαρύ, που ο γάιδαρος δεν μπορούσε να σύρει το αμάξι  και έμεινε στη μέση στο ποτάμι....Ο χωρικός ξύπνησε σε μια στιγμή, είδε τι συμβαίνει κι έβαλε τις φωνές.

«Ποιος σου είπε, παλιογάιδαρε να ρθεις από το ποτάμι; φώναξε.

Πήδηξε στο νερό, έσπρωξε το αμάξι κι ύστερα από πολύ κόπο κατάφερε να το βγάλει στην άλλη όχθη. Εκεί, ξύλοφόρτωσε το γαιδαρο που...δέχτηκε το ξύλο χωρίς να βγάλει άχνα.

« Για να μάθεις να μην κανείς του κεφαλιού σου! Για να μάθεις άλλη φορά να πηγαίνεις από το γεφύρι. Νομίζεις ότι εσυ είσαι πιο πονηρός από τους ανθρώπους; 

Και από την άλλη μέρα, ο πονηρός γάιδαρος πήγαινε υπομονετικά ως το γεφύρι και από κει περνούσε στην απέναντι στην απέναντι όχθη. 
Το πάθημα του είχε γίνει μάθημα.