Ο ΛΥΚΟΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΥΛΟΣ
Μια φορά και έναν καιρό, στα πολύ παλιά χρόνια, έπεσε μεγάλη πείνα στο δάσος. Όλα τα άγρια ζώα, λύκοι, αρκούδες, αλεπούδες, δεν έβρισκαν τίποτα για να φάνε. Ένας πεινασμένος και αδυνατισμένος λύκος, έψαχνε όλη μέρα, για να βρει έστω και ένα ποντικάκι, για να ξεγελάσει την πείνα του. Έτσι αποφάσισε, να βγει από το δάσος, στο λιβάδι, μπας και βρει κατι για να φάει. Είδε ένα σπίτι από μακριά, και τράβηξε προς τα εκεί. Ένας σκύλος ήταν εκεί κοντά και έτρεχε, πέρα δώθε.
- γεια σου, ξάδερφε....είπε ο λύκος στον σκύλο.
- γειά και σε σένα....απάντησε ο σκύλος.
-γιατί τρέχεις ποτέ εδώ και εκεί;....ρώτησε ο σκύλος.
-κάνω βόλτες μετά το φαγητό, για να χωνέψω....απάντησε ο σκύλος. Ο καημένος ο λύκος, έμεινε με το στόμα ανοιχτό, από αυτά που άκουγε.
-τρως ξάδερφε πολύ ε;...είπε.
-και βέβαια, τρώω όσο θέλω, φυλάω το σπίτι και το αφεντικό, με ταϊζει πολύ καλά....απάντησε ο σκύλος. Του λύκου τα σάλια άρχισαν να τρέχουν, και να ξερογλύφεται.
- και τι τρως; είπε ο λύκος.
-Α! τρώω ότι επιθυμώ, κρέας, κόκκαλα, ότι φαΐ περισέυει.
- και κάθε πότε τρως;
-τρώω, τρεις φορές την ημέρα, πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
-περισέυει, ξάδερφε και για εμένα, λίγο φαγητό;
-και βέβαια, έχει, το αφεντικό θα έχει δυο φύλακες, θα χαρεί, και θα σε ταΐζει, θα τρως όσο θες με την ψυχή σου του είπε ο σκύλος.
-όμως, να σε ρωτήσω κάτι ξάδερφε, τι είναι αυτό που έχεις στο λαιμό σου;...ρώτησε ο λύκος.
- είναι ένα λουρί.
-και γιατί το φοράς;
- να, μου το βάζει το αφεντικό μου, και από εκεί με δένει, με αλυσίδα.
-αλυσίδα; τι αλυσίδα! ρώτησε ο λύκος.
- πολλές φορές, είμαι δεμένος, με μια αλυσίδα....του είπε ο σκύλος.
- α! αυτό δεν μου αρέσει ξάδερφε, καλύτερα να είμαι νηστικός, ελεύθερος στο δάσος, παρά χορτάτος, και δεμένος. Φεύγω πάω στο δάσος, δεν μπορώ την σκλαβιά.
Μ.Κ