Τετάρτη 16 Σεπτεμβρίου 2020

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Ο ΓΑΙΔΑΡΟΣ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΗΣ

Μια φορά κι έναν καιρό, σε ένα τόπο μακρινό, ζούσε ένας αγγειοπλάστης πολύ φτωχός. Αυτός είχε ένα γαϊδουράκι, και λόγω της φτώχειας, δεν είχε αρκετή τροφή, για να το ταΐζει. Έτσι το γαϊδουράκι ήταν πολύ αδύνατο, και μονίμως πεινασμένο, και το λίγο σανό που του έδινε, δεν χόρταινε την πείνα του.
Ένα βράδυ περιπλανήθηκε για να βρει κάτι να φάει, να χορτάσει. Έτσι έφτασε σε ένα χωράφι και έφαγε τα στάχυα, και αυτό συνεχίστηκε για μερικά βράδια. Ένα βράδυ καθώς έβοσκε, τα φρέσκα στάχυα, να σου και εμφανίζεται μια αλεπού.
-Ειναι νόστιμο αυτό που τρως; Ρώτησε η αλεπού.
-Είναι κάτι παραπάνω από αυτό που μου δίνει το αφεντικό μου. Δεν παραπονιέμαι λοιπόν, γεμίζω το στομάχι μου, είπε το γαϊδουράκι.
-Θέλεις να φας μερικά νόστιμα αγγούρια; 
-Ναι το λατρεύω τα τρυφερά, δροσερά αγγούρια, είπε το γαϊδουράκι.
-Εντάξει, ακολούθησε με φίλε μου. 
Η αλεπού ξεκίνησε, και ακολουθούσε το γαϊδουράκι. Έφτασαν σε ένα κοντινό χωράφι, που ήταν γεμάτο αγγούρια. Άρχισαν να τρώνε με όρεξη ώσπου χόρτασαν και οι δυό. Ο γάιδαρος και η αλεπού συναντιόντουσαν κάθε βράδυ, και πήγαιναν στο χωράφι με τα αγγούρια. Ένα βράδυ μετά από ένα πλούσιο δείπνο, λέει το γαϊδουράκι.
-Απόψε έχει τόσο ωραίο φεγγάρι! Λάμπει στον ουρανό, και νοιώθω πως θέλω να τραγουδήσω.
-Όχι, όχι,φίλε μου δεν πρέπει να τραγουδήσεις, είπε η αλεπού. Όμως ο γαϊδαράκος, αγνόησε την σοφή συμβουλή της αλεπούς, και άρχισε να τραγουδάει. Από τις φωνές, του γαϊδαράκου ξύπνησε ο ιδιοκτήτης του χωραφιού, και βγήκε από το σπιτι, να βρει το γαϊδουράκι.
Η πονηρή, μα και σοφή αλεπού, που ήξερε τι θα συμβεί, πήδηξε πάνω από τον φράχτη, και κρύφτηκε. Το γαϊδουράκι όμως που δεν την άκουσε, συνέχισε να τραγουδάει. Ο αγρότης πλησίασε με ένα ξύλο, και έδωσε μερικές ξυλιές στον γαϊδαράκο. 
Εκείνος έφυγε τρέχοντας φοβισμένος, και η αλεπού που βγήκε από την κρυψώνα της, του λέει.
-Φίλε μου, εγω σε προειδοποίησα, αλλά εσυ δεν με άκουσες....

Αισώπου μυθοι
Διασκευή:
Μ.Καρακιτσιου
Φωτο: από YouTube 
Ευχαριστούμε που μας διαβάσατε 

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο κλέφτης και ο πετεινός

Μια φορά ήταν ένας κλέφτης, που είχε βάλει στο μάτι ένα σπίτι στην άκρη του χωριού, απομακρυσμένο από όλα τα αλλά. Αυτός γνώριζε πως ο ιδιοκτήτης, ήταν πολύ καλός νοικοκύρης, και έτσι λογάριαζε πως θα βρει εκεί πολλά πράγματα για να κλέψει. Κάθε βράδυ περνούσε από έξω, αλλά το σκυλί του ιδιοκτήτη γάβγιζε δυνατά, και ο πετεινός από το κοτέτσι φώναζε «κικιρίκου»!
Έτσι ο κλέφτης φοβόταν, και δεν τολμούσε να μπει στο σπίτι, επειδή ο σκύλος θα το δάγκανε, και από την φασαρία, θα τον έπιαναν οι άνθρωποι. Ο κλέφτης έλειψε ένα διάστημα, από εκείνο το χωριό, επειδή είχε πάει σε αλλά χωριά, και έκλεβε. Όταν γύρισε θυμήθηκε το σπιτι του νοικοκύρη, και αποφάσισε να πάει κάποιο βράδυ, και να δοκιμάσει μήπως μπορέσει  να μπει μέσα. Έτσι περίμενε να πάει μεσάνυχτα και ξεκίνησε. Όταν έφτασε έξω από το σπιτι, κανένα σκυλί δεν τον γάβγισε όπως παλιά, και έτσι πήρε θάρρος και μπήκε στην αυλή. Το σκυλί έλειπε.
-Να μια καλή ευκαιρία μουρμούρισε. Έτσι έσπασε την πόρτα σιγά σιγά, και μπήκε μέσα. Όλα τα δωμάτια ήταν άδεια, και δεν είχε τίποτα για να κλέψει, επειδή ο νοικοκύρης το είχε αδειάσει, και είχε φύγει πριν λίγες μέρες. Ξεκίνησε να φύγει απογοητευμένος, όταν άκουσε ένα δυνατό « κικιρίκουυυ»
Ήταν ο πετεινός που ο νοικοκύρης το είχε ξεχάσει, να τον πάρει στο καινούργιο σπίτι. Βγήκε στην αυλή, και άρχισε να ψάχνει τον πετεινό. Ο κλέφτης μπήκε στο κοτέτσι, άρπαξε τον πετεινό, και ετοιμάστηκε να τον σφάξει.
-Λυπήσου με και μην με σκοτώνεις! παρακάλεσε ο πετεινός. Οι άνθρωποι με χρειάζονται, επειδή τους ξυπνάω για να πάνε στις δουλειές τους.
-Τους ξυπνάς λοιπόν, και έτσι με εμποδίζεις να τους κλέψω, είπε ο κλέφτης. Έτσι τον καημένο τον πετεινό τον έσφαξε, επειδή ήταν χρήσιμος για του τίμιους ανθρώπους, και έβλαπτε τους κλέφτες!
Διασκευή:Μ.Καρακιτσιου
Φωτο: από google